γνωμοδοτώ

γνωμοδοτώ
(ε) ολί. γνωματεύω 1, 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γνωμοδοτώ" в других словарях:

  • γνωμοδοτώ — γνωμοδοτώ, γνωμοδότησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: γνωμοδοτώ : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή, χωρίς αυτό να μπορεί να αιτιολογηθεί από την έννοια του ρήματος (→ διατυπώνω έγκυρη γνώμη σε θέμα της αρμοδιότητάς μου) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γνωμοδοτώ — (AM γνωμοδοτῶ, έω) εκφέρω υπεύθυνη γνώμη ως ειδικός …   Dictionary of Greek

  • γνωμοδοτώ — γνωμοδότησα, δίνω έγκυρη γνώμη, γνωματεύω: Τοιατρικό συμβούλιο γνωμοδότησε ότι ο θάνατος του ασθενή προήλθε από ανακοπή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνωμοδοτῶ — γνωμοδοτέω give advice pres subj act 1st sg (attic epic doric) γνωμοδοτέω give advice pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμοδότημα — το [γνωμοδοτώ] η γνωμοδότηση …   Dictionary of Greek

  • γνωμοδότηση — Όρος που σημαίνει την έκφραση γνώμης ενός προσώπου, μιας αρχής, συμβουλίου κλπ. κατά την περίπτωση στην οποία αρμόδιο λήψης απόφασης είναι άλλο πρόσωπο, αρχή ή δικαστήριο. Στην πολιτική και στην ποινική δικονομία προβλέπεται η γ. των… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»